ἀποκάθαρσις

ἀποκάθαρσις
ἀποκᾰθᾰρ-σις, εως, ,
A purging: hence, of dross, Arist.Mete.383b4, cf. Str.4.2.1; of animal secretions, Arist.GA726a13, cf. HA587b1;

ἀποκαθάρσεις χολῆς Th.2.49

.
2 cleansing,

πνεύματος Gp.12.22.11

; sifting of grain, PRev.Laws 39.10 (iii B.C.), PLond.ined.2361r (iii B.C.).
II lustration, expiation, Plu.Rom.21, Iamb.Comm.Math.15;

νείκους Hierocl.in CA24p.473M.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀποκάθαρσις — purging fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαθάρσεις — ἀποκάθαρσις purging fem nom/voc pl (attic epic) ἀποκάθαρσις purging fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαθαρσίων — ἀποκάθαρσις purging fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαθάρσεσι — ἀποκάθαρσις purging fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκάθαρσιν — ἀποκάθαρσις purging fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκάθαρση — η (AM ἀποκάθαρσις, εως) 1. ο πλήρης καθαρισμός 2. ο εξαγνισμός, η εξιλέωση 3. απέκκριση, αποβολή περιττωμάτων αρχ. μσν. η σκουριά …   Dictionary of Greek

  • ἀποκαθάρσεως — ἀποκαθάρσεω̆ς , ἀποκάθαρσις purging fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”